νεκροφύλακας

νεκροφύλακας
ο (ΑΜ νεκροφύλαξ, -ακος)
αυτός που φυλάγει άταφους νεκρούς
νεοελλ.
υπάλληλος νεκροφυλακείου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεκροφυλακείο — το οίκημα σε νεκροταφείο ή νοσοκομείο, όπου φυλάσσονται προσωρινά οι νεκροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροφύλακας. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”